- Τυρναβίτης
- και Τουρναβίτης, ο, θηλ. Τυρναβίτισσα και Τουρναβίτισσα, Ν [Τύρναβος]1. ο κάτοικος τού Τυρνάβου2. αυτός που κατάγεται από τον Τύρναβο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τυρναβίτης, Αλέξανδρος — (Τίρναβος 1711 – Βουκουρέστι 1761). Δάσκαλος του Γένους. Γιος ιερέα, σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία κοντά στους Ιωαννίτες δασκάλους και στον Μακάριο τον Πάτμιο· στο διάστημα 1740 55 δίδαξε στη σχολή που είχε ιδρύσει στην ιδιαίτερη πατρίδα του ο… … Dictionary of Greek
τυρναβίτικος — και τουρναβίτικος, η, ο, Ν [Τυρναβίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεσσαλική πόλη Τύρναβος 2. αυτός που προέρχεται από τον Τύρναβο … Dictionary of Greek